Τρίτη 22 Ιουνίου 2010
Το όνειρον
ΤΟ ΌΝΕΙΡΟΝ(1)
Απόψε 'που κοιμόμου' 'ς την βάρδια του σπαθιού μου
ειδ' όνειρον 'ς τον ύπνο μου, μα δεν ηξεύρω που 'μου.
Όνειρον της γλυκειάς αυγής, 'ς του ύπνου τα κολάκια
μου 'φάνη πως ευρέθηκα εις χαμολαγκαδάκια.
Επήρα τα σκυλάκια μου το γάνο και το μαύρο
και σε βουνό ανέβηκα, λαγούς, περδίκια να 'βρω.
Και αφόντης ετριγύρισα τα ωργισμένα όρη
μ' έβγαλαν τα σκυλάκια μου μιαν πλουμισμένη κόρη.
Και ήτο ανεφαντινή και μαργαριταρένια,
εις βρύσιν ήτο κι έπλενε εις γούρνα μαρμαρένια.
Ξανοίγω και την εθωρώ χρυσό στεφάνι εφόρει,
σιμόνω και την χαιρετώ, της λέγω' "Γειά σου κόρη!".
Η κόρη απελογήθηκε' "Καλώς τον κυνηγάρη!
μα δέσε τα σκυλάκια σου εκείθες 'ς το λιθάρι".
"Εμένα τα σκυλάκια μου λαγούς, περδίκια πιάνουν
και τέτοια κόρην εύμορφην ποτέ δεν την δαγκάνουν".
Κι αφόντης εθαρρεύθηκα έδειξα πως εχάρη,
ήλιον είχε 'ς την κορυφήν, 'ς το στήθος της φεγγάρι.
Την μπόλια μου της έδωκα δια να μου την πλύνη,
κι' η κόρ', ως ήτο φρόνιμη, οπίσω μου την δίνει.
"Πως μου την δίνεις, κυνηγέ, την μπόλια σου να πλύνω,
οπού 'ν ο τόπος μου μακρυά κι' οπίσω θα γυρίσω;".
"Σαν είν' ο τόπος σου μακρυά κι' ο ήλιος βασιλεύη
ακλούθα μου να σ' ακλουθώ κι' όστις 'μπορ' ας μας εύρη.
Και ώστε να 'λθη η αυγή πάμε 'ς την κάμαρά μου,
να δης τρουμπέτταις και βιολιά 'που παίζουνε, κυρά μου".
Η μάνα της επρόβαλλε απ' ώργιο παραθύρι,
την κράζει μ' αναστεναγμούς 'πίσω να διαγείρη.
"Πως μου το λες, μαννούλα μου, 'πίσω να γυρίσω
'που μ' έμπλεξεν 'νας κυνηγός και δεν 'μπορ' 'α 'μιλήσω".
"Τις ειν' αυτός ο κυνηγός 'που σ' έβαλε 'ς τα βρόχια,
και καν δεν συλλογίστηκε τα δώδεκά σ' αδέλφια;".
Κι ο κυνηγός της 'μίλησε' "Καββαλλαραίους δέκα
όλους εγώ τους ξεπατώ(2) κι' αυτήν 'παίρνω γυναίκα".
Η κόρη απηλογήθηκε' "Καλέ μου κυνηγάρη,
καθώς ΄μιλείς της μάνας μου έχεις περίσσεια χάρι".
"Εγώ κυρά μ', σε 'γνώρισα πως εισ' η Αφροδίτη,
μάθε κι' εσύ πως ειμ' ο 'ρμής, και σ' έβαλα 'ς το δίκτυ".
Κι' η κόρη τ' απηλογήθηκε' "Καββαλλαραίους τριάντα
όλους τους 'παντονάριζα(3) και να σε πάρω άντρα".
Τέλος επανδρευθήκασι Ερμής κι' η Αφροδίτη
όλοι για θαύμα το κρατούν 'ς Ανατολή και Δύση.
Τ' όνειρο 'που 'δα τι δηλοί, τις θα το ξεδιαλύσει;
Οπού 'μπορεί την θάλασσα να την διαμετρήση.
Και όστις από χαμηλά 'ς τους ουρανούς αν σώση,
αν είνε γέρος, 'μπορεί πάλιν να ξανανηώση.
Τον νέον κάμνει γέροντα, τον γέροντα παιδάκι
με την σοφίαν την πολλήν αυτό το τραγουδάκι.
Τους φιλοσόφους λέγω το, ο νους τους αν το φθάση,
αμάξι δωδεκάτροχον τις να μην το θαυμάση;
Όλον τον κόσμον 'γύρισα, Άρκτον και Μεσημβρίαν,
Δύσιν και την Ανατολήν δια τούτην την σοφίαν.
Εγύρισα την Πάνδοβαν κι' όλην την Βενετίαν,
Αμερικήν και Αφρικήν κι' όλην την Ιταλίαν.
Την νηότην μου κατέλυσα τον κόσμον να να γυρίσω
διδάσκαλον δεν εύρηκα τίποτε να γροικήσω.
Εξηγητήν για τ' όνειρον παράδειγμα μου 'φέραν
την σφαίραν την ιστορικήν οπού θωρείς την πέραν.
Με χαρακτήρα στρογγυλήν είνε 'ζουγραφισμένη,
αρχή και τέλος η δουλειά ειν' μέσα 'κει κρυμμένη.
(1). Αντεγράφη εκ τινος χειρογράφου του έτους 1782 μετά του εν σελίδι 190 κύκλου, εν ω υπάρχει η λύσις.
(2). ξεπατώ = φονεύω.
(3). 'παντονάριζα = εγκατέλειπον
Κωνσταντίνου Ν. Κανελλάκη
"ΧΙΑΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ"
Εκδόσεις "Υιοί Ν. Χαβιάρα"
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου